- υμνηπόλος
- -ον, Αβλ. ὑμνοπόλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑμνηπόλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνηπόλε — ὑμνηπόλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνοπόλος — και ὑμνηπόλος, ον, Α 1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑμνοπόλος ο ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειρο πόλος] … Dictionary of Greek